σμηριγγόπτερα

σμηριγγόπτερα
τα, Ν
φτερά τα οποία μοιάζουν με σμήριγγες και βρίσκονται στη βάση τού ράμφους τών εντομοφάγων πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμήριγγα + πτερό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μουστάκι — το (ΑΜ μουστάκιον, Μ και μουστάκι και μουστάκιν) νεοελλ. η υπήνη τού προβόλου τών ιστιοφόρων νεοελλ. μσν. 1. το σύνολο τών τριχών που φύονται στο άνω χείλος 2. στον πληθ. τα μουστάκια α) οι σκληρές μακριές τρίχες που φέρουν τα θηλαστικά και… …   Dictionary of Greek

  • βαλεαρική — (balearica). Γένος γερανόμορφων πουλιών της οικογένειας των γερανιδών. Ζουν κυρίως στην κεντρική και βόρεια Αφρική, ενώ παλαιότερα ζούσαν στα νησιά της Μεσογείου (Σικελία και Βαλεαρίδες). Το σώμα τους έχει μήκος περίπου 1 μ., ενώ το χρώμα τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”